τρίπτυχος — consisting of three layers masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπτυχος — η, ο / τρίπτυχος, ον, ΝΜΑ αυτός που πτύσσεται, που διπλώνεται σε τρία μέρη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίπτυχο 1. συγκρότημα από τρεις ζωγραφικές ή ξυλογλυπτικές συνθέσεις που συνδέονται μεταξύ τους, έτσι ώστε οι δύο πλαϊνές να μπορούν να… … Dictionary of Greek
τρίπτυχος — η, ο 1. που διπλώνεται στα τρία, που έχει τρεις πτυχές. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίπτυχο, το συγκρότημα τριών συνθέσεων εικονογραφίας ή ξυλογλυπτικής, που συνδέονται μεταξύ τους, ώστε οι δύο πλευρικές διπλώνονται στην κεντρική. 3. τρίκοχο καπέλο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίπτυχον — τρίπτυχος consisting of three layers masc/fem acc sg τρίπτυχος consisting of three layers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτύχοις — τρίπτυχος consisting of three layers masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτύχου — τρίπτυχος consisting of three layers masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτύχους — τρίπτυχος consisting of three layers masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτύχων — τρίπτυχος consisting of three layers masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτύχῳ — τρίπτυχος consisting of three layers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Triptychon — Byzantinisches Elfenbeintriptychon, 10. Jh. Das Triptychon (vom griechischen Adjektiv τρίπτυχος tríptychos‚ dreifach gefaltet, aus drei Lagen bestehend‘)[1] ist ein dreigeteiltes Gemälde oder eine dreigeteilte … Deutsch Wikipedia
Триптих (значения) — Триптих(от греч. τρίπτυχος сложенный втрое): Произведение искусства из трёх картин, рисунков, рельефов, объединённых общей идеей или темой. Трёхстворчатый складень … Википедия